ατσαλιά

ατσαλιά
και ατσαλοσύνη, η [άτσαλος]
1. ακαταστασία, αταξία
2. απρέπεια, ακοσμία, αυθάδεια
3. ακαθαρσία, βρομιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατσαλιά — η 1. ακαταστασία, βρομιά: Μεγάλη ατσαλιά υπάρχει στο σπίτι αυτό. 2. προστυχιά, αχρειότητα, βρομόλογο: Άρχισε πάλι τις ατσαλιές του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατσαλοσύνη — η η ατσαλιά …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ατασθαλία — η ακαταστασία, απρέπεια, υπέρβαση καθήκοντος, ατσαλιά: Ατασθαλίες αποκαλύφτηκαν στην υπηρεσία έγκρισης φαρμάκων για τους δημόσιους υπαλλήλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατσαλοσύνη — η η ατσαλιά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”